πολύβωλος

πολύβωλος
-ον Α
(για τόπο, για αγρό)
1. αυτός που έχει πολλούς σβώλους
2. εύφορος, καρπερός («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βῶλος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερί-βωλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυβώλου — πολύβωλος with large clods masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύβωλος — βραχύβωλος, ον (Α) (για κτήμα) μικρός και με λίγο χώμα, άγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βώλος «μικρός όγκος χώματος σε οργωμένη γη τμήμα γης, χωράφι» (πρβλ. δύσβωλος, πολύβωλος)] …   Dictionary of Greek

  • βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

  • πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”